ἀχρειότητος

ἀχρειότητος
ἀχρειότης
unprofitableness
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περπερεία — ἡ, ΜΑ [περπερεύομαι] ματαιοδοξία, κενοδοξία, μεγαλαυχία («περπερεία γὰρ ὁ καλλωπισμὸς περιττότητος καὶ ἀχρειότητος ἔχων ἔμφασιν», Κλήμ. Αλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”